vôo planado - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

vôo planado - translation to ρωσικά

ATIVIDADE RECREATIVA E ESPORTE AÉREO COMPETITIVO
Planar; Voo a vela; Voo planado
  • <center>Moderno planador DG-1000</center>
  • <center>[[Motoplanador]] [[LET L-13 Blaník]].</center>

planar         
парить (в воздухе); планировать
planar         
глиссировать
planar         
планировать, парить

Ορισμός

planar
adj m+f (plano+ar2) Relativo a plano.
(plano+ar2) vint
1 V pairar. vti e vint
2 Voar em vôo planado; voar em planador: Planava sobre as florestas. Planava serenamente.

Βικιπαίδεια

Voo à vela

Voo à vela, voo sem motor ou voo planado, às vezes designado como planadorismo, é a atividade do voo em planadores, um ramo da aviação desportiva praticada desde os primórdios da aviação.